- τετραποδισμός
- τετρᾰποδ-ισμός, ὁ,A a going on all fours, Sch.Nic.Al.417.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραποδισμός — ο, ΝΑ [τετραποδίζω] το βάδισμα με τα τέσσερα, το μπουσούλημα νεοελλ. (για ιπποειδή) το βάδισμα που γίνεται καθώς το ζώο σηκώνει και κατεβάζει τα πόδια διαδοχικά … Dictionary of Greek
τετραποδισμός — ο 1. το βάδισμα με τα τέσσερα, το μπουσούλημα. 2. (για ζώα) περπάτημα βάδην … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετραποδισμόν — τετραποδισμός a going on all fours masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… … Dictionary of Greek